μελώνω

μελώνω
μέλωσα, μελώθηκα, μελωμένος
1. μτβ., αλείφω κάτι με μέλι: Μελώνω τους λουκουμάδες.
2. αμτβ., γίνομαι πυκνόρρευστος σαν μέλι: Τα αβγά μέλωσαν με το βράσιμο.
3. μτφ., «λόγια μελωμένα», λόγια γεμάτα γλυκύτητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μελώνω — μελώνω, μέλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μελώνω — [μέλι] 1. αλείφω κάτι με μέλι ή εμβαπτίζω κάτι στο μέλι («μέλωσα τα μελομακάρονα») 2. αποκτώ την πυκνόρρευστη σύσταση τού μελιού 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μελωμένος, η, ο α) γεμάτος μέλι β) γλυκός σαν το μέλι …   Dictionary of Greek

  • αμέλωτος — η, ο [μελώνω] (για γλυκίσματα) αυτός που δεν απαλείφθηκε ή δεν περιχύθηκε με μέλι …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρώνω — [ζάχαρη] 1. παθαίνω κρυστάλλωση τής ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι») 2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω 3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα») 4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές… …   Dictionary of Greek

  • μέλωμα — το [μελώνω] 1. περίχυμα με μέλι 2. η πύκνωση ρευστού ποτού, το να καθίσταται ένα ποτό παχύρρευστο όπως το μέλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”