- μελώνω
- μέλωσα, μελώθηκα, μελωμένος1. μτβ., αλείφω κάτι με μέλι: Μελώνω τους λουκουμάδες.2. αμτβ., γίνομαι πυκνόρρευστος σαν μέλι: Τα αβγά μέλωσαν με το βράσιμο.3. μτφ., «λόγια μελωμένα», λόγια γεμάτα γλυκύτητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.